(μυριάδες ἀναρίθμητοι
1μυριάδα — η 1. το σύνολο δέκα χιλιάδων μονάδων: Οι στρατιώτες ήταν δυο μυριάδες. 2. μτφ., στον πληθ., μυριάδες αμέτρητοι, αναρίθμητοι: Τον υποστήριζαν μυριάδες λαού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)