(μοῖρα

  • 121μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …

    Dictionary of Greek

  • 122μιτώνω — (Α μόνο το μέσ. μιτοῡμαι, όομαι) [μίτος] περνώ τα νήματα τού αργαλειού στα μιτάρια αρχ. 1. (για τη Μοίρα) κλώθω («Μοῑρα οὕτω ἐμιτώσατο», επιγρ.) 2. φρ. μτφ. «φθόγγον μιτοῡμαι» κάνω τη φωνή μου να ηχήσει σαν χορδή …

    Dictionary of Greek

  • 123μοίραρχος — ο 1. ναυτ. ανώτερος αξιωματικός τού πολεμικού ναυτικού, συνήθως πλοίαρχος, ο οποίος διοικεί μία μοίρα στόλου 2. στρ. διοικητής μοίρας πυροβολικού, ο οποίος φέρει συνήθως τον βαθμό τού αντισυνταγματάρχη 3. (σώμ. ασφ.) βαθμός αξιωματικού τής… …

    Dictionary of Greek

  • 124μοιράφιον — μοιράφιον, τὸ (Μ) (υποκορ. τού μοίρα) μικρό τεμάχιο, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + «τεμάχιο» υποκορ. κατάλ. άφιον (πρβλ. θηρ άφιον)] …

    Dictionary of Greek

  • 125μοιρηγενής — μοιρηγενής, ές (Α) (επικ. τ.) αυτός που ευνοήθηκε από τη μοίρα κατά τη γέννηση, ο γεννημένος ευτυχής, καλότυχος («ὦ μάκαρ Ἀτρείδη, μοιρηγενές, ὀλβιόδαιμον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + γενής (< γένος). Το η οφείλεται σε μετρικοὺς λόγους] …

    Dictionary of Greek

  • 126μοιριαίος — μοιριαῑος, αία, ον (Α) [μοίρα] αυτός που περιέχει μία μοίρα, που έχει διάστημα μιας μοίρας …

    Dictionary of Greek

  • 127μοιρικός — μοιρικός, ή, όν (ΑΜ) [μοίρα] μσν. αυτός που έχει καθοριστεί από τη μοίρα αρχ. χωρισμένος κατά γεωγραφικές μοίρες. επίρρ... μοιρικῶς (Α) κατά γεωγραφικές μοίρες …

    Dictionary of Greek

  • 128μοιρογράφημα — μοιρογράφημα(ν) και μοιρογράφισμα, τὸ (Μ) μοίρα, πεπρωμένο, γραφτό, το γραμμένο από τη μοίρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρογράφος, μέσω ενός αμάρτυρου *μοιρογραφῶ] …

    Dictionary of Greek