(μοῖρα

  • 111επιμοίριος — ἐπιμοίριος, ον (Α) αυτός που ανήκει στη μοίρα, που καθορίζεται από τη μοίρα, ο μοιραίος …

    Dictionary of Greek

  • 112εσχατόμοιρος — ἐσχατόμοιρος, ον (Α) αυτός που έχει την έσχατη μοίρα, το έσχατο μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + μοιρος < μοίρα (πρβλ. ά μοιρος, μεμψί μοιρος)] …

    Dictionary of Greek

  • 113ημιμοίριο — και ημιμόριο, το (Α ἡμιμοίριον και ἡμιμόριον) 1. μισή μοίρα κύκλου 2. μισό μέρος, μισό μερίδιο, το ένα δεύτερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μοίρα] …

    Dictionary of Greek

  • 114κάμμορος — κάμμορος, ον (Α) αυτός που έχει κακή μοίρα, κακόμοιρος («περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. < *κάτ μορος < *κατά μορος, που είναι «σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. κατά μόρον «υποταγμένος στη μοίρα». Μαρτυρείται και η… …

    Dictionary of Greek

  • 115κακομοίρης — α, ικο (Μ κακομοίρης, α) 1. αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, κακότυχος 2. ως ουσ. ο κακομοίρης, η κακομοίρα, το κακόμοιρο άξιος οίκτου και συμπάθειας, καημένος νεοελλ. 1. αυτός που έχει έλλειψη φυσικών ή ψυχικών χαρισμάτων, άχαρος,… …

    Dictionary of Greek

  • 116κακοπάρθενος — κακοπάρθενος, ἡ (Α) 1. άτυχη, καταραμένη παρθένος 2. ως επίθ. απρεπής, ανάρμοστη, ολέθρια για κόρη («κακοπάρθενος Μοῑρα» ανάρμοστη, ολέθρια για μια παρθένο Μοίρα, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + παρθένος] …

    Dictionary of Greek

  • 117κακόμοιρος — η, ο (AM κακόμοιρος, ον) αυτός που έχει κακή μοίρα, δυστυχής, ταλαίπωρος, κακότυχος. επίρρ... κακόμοιρα άθλια, δυστυχισμένα, με κακόμοιρο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. μονό μοιρος, ολβιό μοιρος] …

    Dictionary of Greek

  • 118καλομοίρης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Νικόλαος. Πολέμησε σε όλη τη διάρκεια της Επανάστασης και τραυματίστηκε πολλές φορές. Μετά την αποκατάσταση κατατάχθηκε στην 11η τετραρχία της Φάλαγγας. 2. Παναγιώτης. Καταγόταν από τις Σπέτσες. Πήρε μέρος σε πολλές …

    Dictionary of Greek

  • 119καλομοίρι — το καλή μοίρα, καλή τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + μοίρα] …

    Dictionary of Greek

  • 120κρόταφος — Η πλάγια πλευρά της κεφαλής, που περικλείεται από το μάτι και το αφτί. Βρίσκεται πάνω από το ζυγωματικό τόξο και αντιστοιχεί με το λεπιδοειδές μέρος του κροταφικού οστού και τον κροταφίτη μυ, που βρίσκεται πάνω του. κροταφική αρτηρίτιδα.… …

    Dictionary of Greek