(μολπὰς δακρυρρόους

  • 1δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] …

    Dictionary of Greek