(μαντεία
1μαντεία — μαντείᾱ , μαντεία prophetic power fem nom/voc/acc dual μαντείᾱ , μαντεία prophetic power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μαντεί̱ᾱ , μαντεῖος oracular fem nom/voc/acc dual μαντεί̱ᾱ , μαντεῖος oracular fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2Μαντεία — Μαντείᾱ , Μαντείας masc nom/voc/acc dual Μαντείᾱ , Μαντείας masc voc sg (attic) Μαντείᾱ , Μαντείας masc gen sg (doric aeolic) …
3μαντείᾳ — μαντείᾱͅ , μαντεία prophetic power fem dat sg (attic doric aeolic) μαντεί̱ᾱͅ , μαντεῖος oracular fem dat sg (attic doric aeolic) …
4Μαντείᾳ — Μαντείᾱͅ , Μαντείας masc dat sg (attic doric aeolic) …
5μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… …
6μαντεία — η το να προβλέπει κανείς το μέλλον, η προφητεία, ο χρησμός …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
7μαντεῖα — μαντεῖον oracle neut nom/voc/acc pl μαντεῖος oracular neut nom/voc/acc pl μαντεῖος oracular neut nom/voc/acc pl …
8κρανιομαντεία — Μαντεία που βασίζεται στην παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου. Σχετίζεται άμεσα με τη κρανιολατρεία και ήταν γνωστή στους αρχαίους ανατολικούς λαούς. Από την παρατήρηση του ανθρώπινου κρανίου μάντευαν διάφορες ιδιότητες, χαρίσματα ή ελαττώματα των …
9μαντείας — μαντείᾱς , μαντεία prophetic power fem acc pl μαντείᾱς , μαντεία prophetic power fem gen sg (attic doric aeolic) μαντεί̱ᾱς , μαντεῖος oracular fem acc pl μαντεί̱ᾱς , μαντεῖος oracular fem gen sg (attic doric aeolic) …
10μαντείαι — μαντείᾱͅ , μαντεία prophetic power fem dat sg (attic doric aeolic) μαντεί̱ᾱͅ , μαντεῖος oracular fem dat sg (attic doric aeolic) …