(λύκου
1Λύκου — Λύκης masc gen sg (doric) Λύκος wolf masc gen sg …
2λύκου — λύκος wolf masc gen sg λυκόω tear like a wolf pres imperat act 2nd sg λυκόω tear like a wolf imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
3Εἰ καὶ λύκου ἐμλήσθης. — (ἦλθεν ἂν). См. Помяни волка, а волк из колка …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …
5Im Anfang war das Wort — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …
6In vino veritas — Epsilon Inhaltsverzeichnis 1 Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ …
7Liste griechischer Phrasen/Epsilon — Epsilon Inhaltsverzeichnis …
8Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …
9δεκάδα — η (AM δεκάς) [δέκα] 1. ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες 2. ομάδα δέκα ατόμων νεοελλ. σύνολο δέκα ομοειδών αντικειμένων αρχ. 1. παρέα, συντροφιά 2. το ένα δέκατο, η δεκάτη 3. φρ. «ἡ ἀττική δεκάς» οι δέκα αττικοί ρήτορες 4. φρ. «Λύκου… …
10κράνος — Προστατευτικό κάλυμμα του κεφαλιού, συνήθως μεταλλικό· περικεφαλαία, κάσκα. Στην ομηρική εποχή κατασκεύαζαν το κ. από δέρμα ζώου (ταύρου, λύκου, σκύλου κλπ.) και το επένδυαν με χάλκινες πλάκες. Στην αρχαία Ελλάδα κατασκευαζόταν σε διάφορες… …