(λίθαξ
1λίθαξ — λίθαξ, ὁ, ἡ (Α) 1. σκληρός, πετρώδης («μή πώς μ ἐκβαίνοντα βάλῃ λίθακι ποτὶ πέτρῃ κῡμα», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λίθαξ ο λίθος 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) βραχώδης γη 4. φρ. «κωφὴ λίθαξ» επιτάφιος λίθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα αξ …
2λίθαξ — stony masc/fem nom/voc sg …
3λιθάκεσσι — λίθαξ stony masc/fem dat pl (epic aeolic) …
4λιθάκεσσιν — λίθαξ stony masc/fem dat pl (epic aeolic) …
5λιθάκων — λίθαξ stony masc/fem gen pl …
6λίθακα — λίθαξ stony masc/fem acc sg …
7λίθακας — λίθαξ stony masc/fem acc pl …
8λίθακες — λίθαξ stony masc/fem nom/voc pl …
9λίθακι — λίθαξ stony masc/fem dat sg …
10λίθακος — λίθαξ stony masc/fem gen sg …
Страницы
- 1
- 2