(λέαινα
1Λέαινα — Λεαίνα fem nom/voc sg …
2λέαινα — lioness fem nom/voc sg …
3λέαινα — Όνομα δύο εταίρων της αρχαιότητας. 1. Αθηναία εταίρα (6ος αι. π.Χ.). Ήταν φίλη του Αρμόδιου, ενός από τους Τυραννοκτόνους. Όταν ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε, ο αδελφός του Ιππίας τη βασάνισε για να ομολογήσει ό,τι γνώριζε για τη συνωμοσία και η Α.… …
4Λεαίνας — Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem acc pl Λεαίνᾱς , Λεαίνα fem gen sg (doric aeolic) …
5λεαίνας — λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem acc pl λεαίνᾱς , λέαινα lioness fem gen sg (doric aeolic) …
6Λέαιν' — Λέαινα , Λεαίνα fem nom/voc sg Λέαιναι , Λεαίνα fem nom/voc pl …
7λέαιν' — λέαινα , λέαινα lioness fem nom/voc sg λέαιναι , λέαινα lioness fem nom/voc pl λέαινε , λεαίνω smooth pres imperat act 2nd sg λέαινε , λεαίνω smooth imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
8Леэна — (Λέαινα = львица) афинская гетера. Ее имя связано с заговором Гармодия и Аристогитона, которых она не выдала, хотя знала о существовании заговора. За это афиняне воздвигли в честь ее статую, изображающую львицу без языка. Позднее в честь ее… …
9Λεαινῶν — Λεαίνα fem gen pl …
10λεαινῶν — λέαινα lioness fem gen pl …