(λευκότητα
1λευκότητα — η 1. η ασπράδα: Η λευκότητα του χιονιού ήταν εκτυφλωτική. 2. μτφ., αγνότητα: Το μεγαλύτερο προτέρημά του ήταν η λευκότητα της ψυχής του …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2λευκότητα — η (Α λευκότης) [λευκός] η ιδιότητα τού λευκού, ασπράδα νεοελλ. μτφ. αγνότητα αρχ. μτφ. (για τον λόγο) σαφήνεια …
3λευκότητα — λευκότης whiteness fem acc sg …
4λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …
5Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …
6бѣлость — БѢЛОСТ|Ь (6*), И с. Белизна: аще и чермьни грѣхо(м) есте. и хуже кровни. обѣлитесѩ акы снѣгъ. аще ли червлени. и мужи крови и свершени. то понѣ волньную бѣлость постигнете. (εἰς... λευκότητα) ГБ XIV, 24а; аще кому будеть на кожи знаменье гно˫а.… …
7αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… …
8ασπράδα — η (Μ ἀσπράδα) η ιδιότητα του άσπρου, η λευκότητα …
9ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …
10ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] …