(κόττα

  • 1κόττα — (I) η βλ. κότα. (II) κόττα, ἡ (Μ) επενδύτης, χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cotta] …

    Dictionary of Greek

  • 2κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… …

    Dictionary of Greek

  • 3котва — якорь , стар.; укр. котва (судя по наличию о, заимств. из польск.), болг. котва, сербохорв. котва, словен. kȏtva, чеш. kotev, kotva, польск. kotew, род. п. kotwi, в. луж. kotwica. Из *kоtу, род. п. *kоtъvе. Ср. цслав. котъка кошка ; слав.… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 4αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …

    Dictionary of Greek

  • 5κάναβος — ο (Α κάναβος και κάνναβος) νεοελλ. (τοπογρ.) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων πάνω σε χάρτη που η σχεδίασή του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού τών κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση τις ορθογώνιες συντεταγμένες τους… …

    Dictionary of Greek

  • 6κοττένος — κοττένος, η, ον (Μ) [κόττα (ΙΙ)] (για ύφασμα) κατάλληλος για επενδύτη …

    Dictionary of Greek

  • 7μαδιβός — μαδιβός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μάδισος»*, δικέλλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μάδισος* με επίθημα βος (πρβλ. κόττα βος, σίττυ βος)) …

    Dictionary of Greek