(κρήνη

  • 41οιδιπόδειος — α, ο (Α οἰδιπόδειος, α, ον, θηλ. και ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, α, ον) [Οιδίπους] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» κρήνη τών Θηβών στο νερό τής οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά… …

    Dictionary of Greek

  • 42όλυνθος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Στρυμόνα, βασιλιά της Θράκης. Ενώ κυνηγούσε, τον κατασπαράξανε λιοντάρια. 2. Γιος του Ηρακλή και της Βολίας, από τον οποίο πήρε την ονομασία της μια πόλη της Χαλκιδικής. 3. Άλλος γιος του Ηρακλή, από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 43ομόκρηνος — ὁμόκρηνος, ον (Μ) αυτός που χύνεται από την ίδια κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κρήνη] …

    Dictionary of Greek

  • 44Αμανάτι, Μπαρτολομέο — (Bartolomeo Ammannati,Σετινιάνο 1511 – Φλωρεντία 1592).Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας. Υπήρξε από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μανιερισμού τον 16ο αι. Το έργο του αρχικά επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Σανσοβίνο και αργότερα από τον… …

    Dictionary of Greek

  • 45Βακαρίνι, Τζοβάν Μπατίστα — (GiovanBatista Vaccarini, Παλέρμο 1702 – 1768). Ιταλός αρχιτέκτονας, γνωστός για την ικανότητά του να κατασκευάζει επιστημονικά όργανα από νεαρή ηλικία. Αργότερα έγινε κληρικός και το 1730 εγκαταστάθηκε στην Κατάνη, όπου συνεργάστηκε για την… …

    Dictionary of Greek

  • 46Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …

    Dictionary of Greek

  • 47Ηράκλειο — I Πόλη (υψόμ. 33 μ., 133.012 κάτ.) του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα παράλια του Κρητικού πελάγους. Είναι πρωτεύουσα του νομού και έδρα του ομώνυμου δήμου (137.711 κάτ.), στον οποίο ανήκουν και τα χωριά Αγία Ειρήνη (υψόμ. 150 μ., 659 κάτ.),… …

    Dictionary of Greek

  • 48Ήρων ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.).Μαθηματικός και μηχανικός της αρχαιότητας. Ο Ή. είναι πολύ γνωστός από τα έργα του στη γεωδαισία, στη μηχανική, στην υδραυλική, στη γεωμετρία και στην οπτική, από τα οποία άλλα διασώθηκαν στο πρωτότυπο και άλλα μας… …

    Dictionary of Greek

  • 49μοναστήρι ή μονή — Συγκρότημα κτιρίων διατεταγμένων γύρω από έναν ναό και προορισμένων να εξυπηρετήσουν τη διαμονή και τη διαβίωση των μοναχών. Τα μ. εμφανίζονται από τους πρώτους ήδη αιώνες του χριστιανισμού· αναφέρονται συγκεντρώσεις μοναχών, ασκητών ή αναχωρητών …

    Dictionary of Greek

  • 50Μοντόρσολι, Τζοβάνι Άντζελο — (Giovanni Angelo Montorsoli, Μοντόρσολι, Φλωρεντία 1507 – Φλωρεντία 1563). Ιταλός γλύπτης. Πολύ νέος υπήρξε μαθητής του Μιχαήλ – Άγγελου. Βοηθός του στις εργασίες του ιεροφυλάκιου και της βιβλιοθήκης του Αγίου Μάρκου, περιβαλλόταν με εκτίμηση και …

    Dictionary of Greek