(κρήνη

  • 31Krini 97 — Football club infobox clubname = Krini 97 Κρήνη 97 nickname = fullname = founded = 1997 ground = capacity = chairman = manager = league = EPS Achaia Second Division season = 2006 07 position = pattern la1=red stripes|pattern… …

    Wikipedia

  • 32βρύση — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 130 μ., 64 κάτ.) στην πρώην επαρχία Διδυμοτείχου του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μεταξάδων. Έως το 1954 ονομαζόταν Μικρή Τράβα. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 350 κάτ.) στην …

    Dictionary of Greek

  • 33διακρανώ — διακρανῶ ( όω) (Α) κάνω να ρεύσει, να τρέξει (κρασί) σαν από κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. τού άχρ. διακρηνώ < διά + κρήνη] …

    Dictionary of Greek

  • 34καλλίκρηνος — καλλίκρηνος, δωρ. τ. καλλίκρανος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, εύ κρηνος] …

    Dictionary of Greek

  • 35καλλίρρους — ουν (Α καλλίρρους, ουν και οος, οον, θηλ. και Καλλιρρόη, ποιητ. τ. καλλίρροος, οον) αυτός που έχει καλή ροή, που έχει άφθονα νερά («ποταμοῑο κατά στόμα καλλιρόοιο», Ομ. Οδ.) αρχ. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καλλιρρόη α) μία από τις Ωκεανίδες… …

    Dictionary of Greek

  • 36κρήνηθεν — (Α) επίρρ. από την κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. άλλο θεν, οίκο θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 37κρηνίς — κρηνίς, ῑδος, ἡ (Α) [κρήνη] 1. η κρήνη («πῶς ἂν δροσερᾱς ἀπὸ κρηνῑδος», Ευρ.) 2. (στον πληθ. ως τοπων.) αἱ Κρηνῑδες ή Κρηνίδες η πόλη Φίλιπποι τής Μακεδονίας («ὅτι πλεῑστα μέταλλά ἐστι χρυσοῡ ἐν ταῑς Κρηνῑσιν», Στράβ.) …

    Dictionary of Greek

  • 38κρηνίτις — κρηνῑτις, ιδος, ἡ (Α) φρ. «κρηνῑτις βοτάνη» βότανο που φύεται κοντά σε κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. ῖτις (πρβλ. συκ ίτις, φυκ ίτις)] …

    Dictionary of Greek

  • 39κρηνικός — ή, ό [κρήνη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κρήνη …

    Dictionary of Greek

  • 40κρουνός — ο (AM κρουνός) 1. κάνουλα ή ειδικός σωλήνας που τοποθετείται σε βρύση για να ρέει το νερό με μεγαλύτερη πίεση 2. μτφ. αφθονία, συνήθως υγρού (α. «άνοιξαν οι κρουνοί τ ουρανού» β. «κρουνοί δακρύων» γ. κεῑνο δ Ἁφαίστειο κρουνοὺς ἑρπετόν», Πίνδ.)… …

    Dictionary of Greek