(κραδίη στέρνοισι πατάσσει

  • 1πατάσσω — ΝΜΑ χτυπώ κάποιον δυνατά (α. «πάταξον μέν, ἄκουσον δέ...» β. «τὸν ἄρχοντα... ἐὰν μὲν ἐστεφανωμένον πατάξῃς ἢ κακῶς εἴπης, ἄτιμος», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. τιμωρώ αυστηρά («θα παταχθούν οι ταραξίες») 2. ταλαιπωρώ, βασανίζω («κρουφά κλεφτά την πάτασσε… …

    Dictionary of Greek