(κοίτη
1κοίτη — bedstead fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
2κοίτῃ — κοίτη bedstead fem dat sg (attic epic ionic) …
3κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… …
4κοίτη — η 1. κλίνη, κρεβάτι: Κοιμούνται στην ίδια κοίτη. 2. κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ρυάκι ή ποτάμι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κοίτηι — κοίτῃ , κοίτη bedstead fem dat sg (attic epic ionic) …
6κοιτᾶν — κοίτη bedstead fem gen pl (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (doric aeolic) κοιτάζω put to bed… …
7κοιτῶν — κοίτη bedstead fem gen pl κοιτάζω put to bed fut part act masc voc sg κοιτάζω put to bed fut part act neut nom/voc/acc sg κοιτάζω put to bed fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …
8κοῖται — κοίτη bedstead fem nom/voc pl …
9κοίταις — κοίτη bedstead fem dat pl …
10κοίταισι — κοίτη bedstead fem dat pl (epic ionic aeolic) …