(κοίτη

  • 91καταγωγή — η (AM καταγωγή) [κατάγω] η οικογενειακή προέλευση ενός ατόμου, η γενιά (α. «ευτελής καταγωγή» β. «ἔστιν αὕτη ἡ καταγωγή τοῡ γένους τῶν ἱερασαμένων τοῡ Ποσειδῶνος ἐν πίνακι τελείῳ», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ο τόπος προέλευσης («δεν είναι ελληνικής… …

    Dictionary of Greek

  • 92κατακοίτομαι — βλ. κατακείτομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοίτομαι (< κοίτη «κρεβάτι)] …

    Dictionary of Greek

  • 93κατακοιτάζομαι — (Μ) βρίσκομαι στο κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κοιτάζομαι «πλαγιάζω να κοιμηθώ» (< κοίτη)] …

    Dictionary of Greek

  • 94κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… …

    Dictionary of Greek

  • 95καυκί — το (ΑΜ καυκίον, Μ και καυκίν και καυχίν) κύπελλο, ποτήρι, κύλικας («καυκὶν κρασὶν οὐ δίδουν μου», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. ξύλινο ή λίθινο μαγειρικό σκεύος, η καυκιά 2. βαθιά πιατέλα, γαβάθα 3. το όστρακο χελώνας ή άλλων οστρακοδέρμων, το καβούκι 4. η… …

    Dictionary of Greek

  • 96κείτομαι — και κοίτομαι (Μ κείτομαι και κείτουμαι και κείθομαι και κοίτομαι) 1. βρίσκομαι κάπου πλαγιασμένος, ξαπλωμένος, κείμαι 2. είμαι νεκρός, είμαι θαμμένος νεοελλ. είμαι άρρωστος, είμαι παράλυτος («κείτεται από 30 χρονών») μσν. 1. κοιμάμαι («τὰ… …

    Dictionary of Greek

  • 97κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …

    Dictionary of Greek

  • 98κλεψικοίτης — κλεψικοίτης, ὁ (Α) κλεψίγαμος, μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι (< κλέπτω + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης, χαμαι κοίτης. Σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 99κλινοκοιτώ — κλινοκοιτῶ, έω (Α) κοιμάμαι σε κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη), πρβλ. χαμο κοιτώ] …

    Dictionary of Greek

  • 100κοίλος — η, ο(ν) (AM κοῑλος, η, ον) 1. αυτός που το εσωτερικό του είναι κενό, ο κούφιος 2. (για σκεύος ή τόπο) αυτός που έχει βαθουλωμένη επιφάνεια σε κάποιο σημείο, αυτός που εισέχει, ο βαθουλός (α. «κοίλο κάτοπτρο» β. «κοίλο έδαφος») 3. το ουδ. ως ουσ.… …

    Dictionary of Greek