(κοίτη
61ίαυος — ἴαυος (Α) [ιαύω] κοίτη, φωλιά …
62αδελφοκοιτία — ἀδελφοκοιτία, η (Α) αιμομιξία με αδελφό ή αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + κοίτη] …
63αμάρα — I (amara). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των καραβιδών. Ζουν σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, πάνω σε διάφορα φυτά. Είναι πολύ μικρά σε μέγεθος και έχουν ελλειψοειδές σώμα, με δύο νηματοειδείς κεραίες στο κεφάλι …
64αμμοληψία — η η λήψη άμμου, το να παίρνουν ποσότητες άμμου από παραλία ή από κοίτη ποταμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + λήψις ( η) < λαμβάνω] …
65ανακοιτάζομαι — (Α ἀνακοιτάζομαι) νεοελλ. βλέπω, κοιτάζω κάποιον την ώρα που κοιτάζει κι αυτός εμένα αρχ. (κυρίως γι αυτόν που πλαγιάζει με παρθένα) πλαγιάζω μαζί, διακορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀνακοιτάζομαι < ἀνα * + κοιτάζομαι (< κοίτη), «πηγαίνω στο… …
66αναπόταμο — το [ποτάμι] το μέρος όπου αρχίζει να υψώνεται η κοίτη τού ποταμού …
67ανδροκοίτης — ἀνδροκοίτης, ο (Μ) ο συνουσιαζόμενος με άνδρα, ο αρσενοκοίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κοίτης < κοίτη «κλίνη»] …
68απείργω — ἀπείργω (Α) [είργω] 1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον 2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι 3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω 5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω 6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω 7. (για… …
69αρσενοκοίτης — ο (AM ἀρσενοκοίτης) ο σοδομίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + κοίτης < κοίτη, κοίτος «κρεβάτι»] …
70ασπροπόταμος — I Άλλη ονομασία για τον ποταμό Αχελώο (βλ. λ.). II Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 36 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυτιλήνης του νομού Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μανταδάμου. * * * ο και πόταμο, το ποτάμι ή ρυάκι που έχει άσπρα χαλίκια στην …