(κοίτη

  • 121οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …

    Dictionary of Greek

  • 122ομόκοιτος — ὁμόκοιτος, ον (Α) αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κοίτη «κρεβάτι»] …

    Dictionary of Greek

  • 123ονοκοίτης — ὀνοκοίτης, ὁ (Α) (ως χλευαστική προσωνυμία που δόθηκε από τους Εθνικούς στον Ιησού Χριστό) αυτός που κείται σε φάτνη όνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κοίτη (πρβλ. ανεμο κοίτης)] …

    Dictionary of Greek

  • 124ονυχόσχιση — η ιατρ. η απόσπαση τού νυχιού από την κοίτη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. onychoschizia (< όνυχας [Ι] + σχισία < σχίση), κατά λέξιν «ονυχοσχισία»] …

    Dictionary of Greek

  • 125ορεσίκοιτος — ὀρεσίκοιτος, ον, αρσ. και ὀρεσικοίτης (Α) αυτός που κοιμάται στα όρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεσι (βλ. λ. όρος [II]) + κοίτος / κοίτης (< κοίτη), πρβλ. πετρό κοιτος, υλη κοίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 126ορικοίτης — ὀρικοίτης, δωρ. τ. ὀρικοίτας, ὁ (Α) αυτός που κοιμάται στα βουνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ορι (βλ. λ. όρος [II]) + κοίτης (< κοίτη), πρβλ. ανεμο κοίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 127ορτσάρω — 1. οδηγώ ιστιοφόρο προς τη φορά τού ανέμου («ορτσάρισε, ορτσάρισε, / τον κάβο καβαντζάρισε», δημ. τραγούδι) 2. (για ιστιοφόρο πλοίο) προσάγομαι προς την κοίτη τού ανέμου («ορτσάρισε, μπρατσέρα μου, / να φέρεις τον αέρα μου», δημ. τραγούδι).… …

    Dictionary of Greek

  • 128ουατοκοίτης — οὐατοκοίτης, ὁ (Α) (ονομ. ατόμων μυθικής ινδικής φυλής που είχαν πολύ μακριά αφτιά) αυτός που κοιμάται πάνω στα αφτιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς, οὔατος «αφτί» (βλ. λ. ους) + κοίτης (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. ανεμο κοίτης] …

    Dictionary of Greek