(κοίτη

  • 111λαγοκοιτιά — η η φωλιά τού λαγού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κοιτιά με συνίζηση < κοιτέα < κοίτη «κρεβάτι» (πρβλ. κοιτάζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 112λαθραιόκοιτος — λαθραιόκοιτος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό κοιτος, κατά κοιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 113λαθροκοιτώ — λαθροκοιτῶ, έω (Μ) συνευρίσκομαι κρυφά και παράνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάθρα + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. παρα κοιτώ, χαμαι κοιτώ] …

    Dictionary of Greek

  • 114λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 115λιπόγαμος — λιπόγαμος, ον (Α) 1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς τού γάμου, τη συζυγική κοίτη 2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος η μοιχαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό γαμος, φιλό γαμος] …

    Dictionary of Greek

  • 116μαίανδρος — Διακοσμητικό σχήμα, το οποίο αποτελείται από ευθείες γραμμές που κάμπτονται σε ορθές γωνίες και σχηματίζουν συνεχή σειρά επαναλαμβανόμενων ελιγμών. Το σχήμα πήρε την ονομασία του από τον ποταμό Μαίανδρο (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας, που είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 117μηνοειδής — ές (Α μηνοειδής, ές) αυτός που έχει σχήμα ημισελήνου, ο δρεπανοειδής («μηνοειδὲς ποιήσαντες τών νεῶν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. α) «μηνοειδές οστό» οστό τής μεσότητας του πρώτου στοίχου τών οστών τού καρπού με ημισεληνοειδές σχήμα β) «μηνοειδείς… …

    Dictionary of Greek

  • 118μονόκοιτος — μονόκοιτος, ον (Α) αυτός που κοιμάται μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιτος(< κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. αγλαό κοιτος] …

    Dictionary of Greek

  • 119ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… …

    Dictionary of Greek

  • 120ξηροκοιτώ — ξηροκοιτῶ, έω (Μ) κοιμάμαι σε ξηρό, δηλαδή σε σκληρό κρεβάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + κοιτῶ (< κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. σκληρο κοιτώ] …

    Dictionary of Greek