(κοίτη

  • 101κοίλωμα — το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) [κοιλώ] 1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου») 2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα νεοελλ. (εμβρυολ. ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ τού πεπτικού αγωγού και τού σωματικού τοιχώματος τού ζώου που σχηματίζεται μεταξύ… …

    Dictionary of Greek

  • 102κοίτασμα — το (Μ κοίτασμα) νεοελλ. 1. η συσσώρευση ενός ή περισσότερων μεταλλευμάτων ή άλλων χρήσιμων ορυκτών στην επιφάνεια τής γης ή κάτω από αυτήν 2. κάθε μάζα από συγκεντρώσεις ή παραγενέσεις ορυκτών εμπλουτισμένη σε ορισμένα χρήσιμα ορυκτά, ώστε να… …

    Dictionary of Greek

  • 103κοίτος — κοῑτος, ὁ (Α) 1. τόπος για κατάκλιση, κοίτη, κλίνη, κρεβάτι («ὄφρα Ποσειδάωνι... σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεθα», Ομ. Οδ.) 2. (για πτηνά) μέρος για κούρνιασμα 3. μάντρα, στάβλος 4. ύπνος («αὐτάρ ἐπήν νύξ ἔλθη ἕλῃσί τε κοῑτος ἅπαντας», Ομ. Οδ.) 5. η… …

    Dictionary of Greek

  • 104κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… …

    Dictionary of Greek

  • 105κοιτασμός — κοιτασμός, ὁ (AM) [κοιτάζω] μσν. το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη αρχ. (για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.) …

    Dictionary of Greek

  • 106κοιτατήριον — κοιτατήριον, τὸ (Α) επιγρ. υπνοδωμάτιο, κοιτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη, με αναλογικό σχηματισμό κατά τα ουσ. σε τήριον (πρβλ. εστια τήριον, ευνα τήριον)] …

    Dictionary of Greek

  • 107κοιτόστρωμα — το η κοιτόστρωση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + στρωμα (< στρώνω), πρβλ. οδό στρωμα, πλακό στρωμα. Ο τ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …

    Dictionary of Greek

  • 108κοιτόστρωση — η η επίστρωση τής κοίτης ενός ποταμού με προστατευτικό υλικό για την προστασία της από τη διαβρωτική δράση τής ροής τού νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοίτη + στρώση (< στρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. κοιτόστρωσις, μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη] …

    Dictionary of Greek

  • 109κοιτώνας — ο (AM κοιτών, ῶνος) υπνοδωμάτιο, κρεβατοκάμαρα αρχ. 1. τάφος 2. δωμάτιο στο οποίο διέμεναν τα παιδιά με τις τροφούς, παιδοτροφείο 3. θησαυροφυλάκιο 4. αποβάθρα 5. φρ. α) «ὁ ἐπί (τοῡ) κοιτῶνος» ή «ὁ περὶ τὸν κοιτῶνα» ο θαλαμηπόλος β) «ἐν κοιτῶνι… …

    Dictionary of Greek

  • 110κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ …

    Dictionary of Greek