(κνῆσμα
1κνήσμα — κνῆσμα, τὸ (AM) [κνω] μσν. ερεθισμός τού δέρματος, φαγούρα αρχ. 1. δάγκωμα 2. στον πληθ. τὰ κνήσματα ό,τι αποξέεται, αυτό που αφαιρείται με τρίψιμο, αποξέσματα, τρίμματα 3. φρ. «ψήκτρης κνῆσμα» χτένα …
2κνῆσμα — scrapings neut nom/voc/acc sg …
3κνήμα — κνῆμα, τὸ (Α) κνήσμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα*] …
4κνησμονή — η (AM κνησμονή) ο κνησμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κνῆσμα (πρβλ. πημονή: πῆμα, φλεγμονή: φλέγμα)] …
5κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… …
6κνησμάτων — κνη̱σμάτων , κνῆσμα scrapings neut gen pl …
7κνήσμασι — κνή̱σμασι , κνῆσμα scrapings neut dat pl …
8κνήσμασιν — κνή̱σμασιν , κνῆσμα scrapings neut dat pl …
9κνήσματα — κνή̱σματα , κνῆσμα scrapings neut nom/voc/acc pl …
10ken-2, kenǝ-, keni-, kenu-; — ken 2, kenǝ , keni , kenu ; English meaning: to rub, scrape off; ashes Deutsche Übersetzung: “kratzen, schaben, reiben” Note: various with conservative extensions Material: I. Leichte basis: Gk. κόνις, ιος f. “dust, ash” ( is… …