(κινεῖν

  • 51κιγκλίζω — (I) κιγκλίζω (Α) [κίγκλος] 1. κουνώ, σαλεύω κάτι εδώ κι εκεί, κουνώ την ουρά σαν το πτηνό κίγκλος* («κιγκλίζει σαλεύει, μοχλεύει, κινεῑ», Ησύχ.) 2. μτφ. αλλάζω, μεταβάλλω συνεχώς («ού χρή κιγκλίζειν ἀγαθὸν βίον, ἀλλ ἀτρεμίζειν, τὸν δὲ κακὸν… …

    Dictionary of Greek

  • 52κιναθίζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «κιναθίζειν μινυρίζειν, κινεῑν» 2. αποθησαυρίζω λίγο λίγο όπως οι φιλάργυροι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινάθισμα] …

    Dictionary of Greek

  • 53λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …

    Dictionary of Greek

  • 54οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …

    Dictionary of Greek

  • 55ομαλίζω — (ΑΜ ὁμαλίζω) [ομαλός] 1. καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισοπεδώνω, εξομαλύνω («κινεῑν καὶ ὁμαλίζειν τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. εξομοιώνω, εξισώνω («μᾱλλον δεῑ τὰς ἐπιθυμίας ὁμαλίζειν ἤ τὰς οὐσίας», Αριστοτ.) μσν. δίνω λύση σε προβληματική κατάσταση αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 56σέβομαι — ΝΜΑ, και ενεργ. τ. σέβω Α 1. αισθάνομαι και εκδηλώνω σεβασμό προς κάποιον ή προς κάτι (α. «σέβομαι τους προγόνους μας» β. «σεβόμαστε την εθνική μας ιστορία» γ. «τὸν φίλον σέβεσθαι», Σοφ.) 2. τιμώ με ευλάβεια («σεβόμενη τὸν Θεόν», ΚΔ) νεοελλ. τηρώ …

    Dictionary of Greek