(καράβου
1καράβου — κ̱αράβου , κάραβος horned masc gen sg …
2CARAVELLA — nomen navis hodie in usu, apud Italos Gallosque, an a voce Carabus, apud Isidorum in Giossis, parvam scapham ex viminie et corio, denotante: quae apud Graecos quoque frequenter occurrit. Chron. Alexandrin. p. 874. Ε᾿λθὼ μετά καράβου εἰς τȏυ… …
3καραβοπρόσωπος — καραβοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο πρόσωπος, τερατο πρόσωπος] …
4κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… …