(καπνός
1καπνός — with smokecoloured grapes masc nom sg …
2καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …
3καπνός — I 1.αεριώδες μείγμα από αέρια ατμού και αιθάλης που βγαίνει κατά την καύση οποιασδήποτε ουσίας: Τα ξύλα αυτά βγάζουν πολύ καπνό. 2. (παροιμ.): «Κάθε ξύλο έχει τον καπνό του», που σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τις ιδιοτροπίες του. 3. η φράση… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4καπνοῖς — καπνός with smokecoloured grapes masc dat pl …
5καπνούς — καπνός with smokecoloured grapes masc acc pl …
6καπνέ — καπνός with smokecoloured grapes masc voc sg …
7καπνῷ — καπνός with smokecoloured grapes masc dat sg …
8καπνόν — καπνός with smokecoloured grapes masc acc sg …
9κάπνισμα — I Εισπνοή καπνού, προερχόμενου από καιόμενη ουσία (όπως τα φύλλα του ομώνυμου φυτού). Αποτελεί μία συνήθεια που προήλθε από τους γηγενείς της αμερικανικής ηπείρου. Ως τρόποι κ. αναφέρονται το τσιγάρο, η πίπα, το πούρο και –καταχρηστικά, επειδή η… …
10ναργιλές — Συσκευή καπνίσματος, που χρησιμοποιείται στις χώρες της Ανατολής. Λέγεται και ναργελές, αργελές και αργιλές. Αποτελείται από μια φιάλη γεμάτη νερό από το οποίο περνά ο καπνός, πριν φτάσει στο στόμα του καπνιστή. Η ονομασία του προέρχεται από την… …