(κανών
1κανών — Μορφή μουσικής σύνθεσης. Είναι πολυφωνική και ενόργανη, ενώ κατά την εκτέλεσή της οι φωνές και τα όργανα (δύο ή περισσότερα) αρχίζουν και τελειώνουν το ένα μετά το άλλο την ίδια μελωδία. Η μελωδία επαναλαμβάνεται είτε με τις ίδιες νότες (οπότε… …
2κανών — καίνω kill aor part act masc nom sg κανών straight rod masc nom/voc sg …
3κανῶν — κάνεον basket of reed neut gen pl (attic epic doric) καίνω kill fut part act masc nom sg (attic epic doric) …
4Κανών Αλεξανδρινός — Συλλογή Ελλήνων συγγραφέων και ποιητών που πραγματοποιήθηκε τον 2ο αι. π.Χ. από τον Αριστοφάνη τον Βυζάντιο και τον Αρίσταρχο τον Γραμματικό. Αργότερα υπήρξαν και άλλοι κανόνες, συντεταγμένοι από διαφόρους. Στην πρώτη συλλογή είχαν περιληφθεί… …
5κανόνα — κανών straight rod masc acc sg …
6κανόνας — κανών straight rod masc acc pl …
7κανόνε — κανών straight rod masc nom/voc/acc dual …
8κανόνες — κανών straight rod masc nom/voc pl …
9κανόνεσιν — κανών straight rod masc dat pl …
10κανόνεσσι — κανών straight rod masc dat pl (epic aeolic) …