(κακῶν
41γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …
42διαφέρω — (ΑΝ) και διαφέρνω (ΜΝ) 1. έχω διαφορά, είμαι ανόμοιος, διάφορος, ξεχωρίζω («αυτά τα χρώματα διαφέρουν») 2. είμαι διαφορετικός από άλλο («σὺ νῡν διάφερε τῶν κακῶν», Ευρ. Ορ.) 3. υπερέχω, διακρίνομαι, είμαι ανώτερος, πλεονεκτώ («διαφέροντες καὶ… …
43διδάκτρια — διδάκτρια, η (Α) [διδάσκω] δασκάλα («ὦ πόσων κακῶν Εὔα διδάκτρια», Ιωανν. Χρυσ.) …
44δυσάνεμος — δυσάνεμος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται υπό την επίδραση κακών ανέμων …
45δυσνομία — και ιων. ίη, η (Α) η ύπαρξη και λειτουργία κακών, άδικων νόμων …
46δυσφημία — δυσφημία, η (AM) 1. βλαστήμια, ύβρις 2. αηδιαστικά λόγια αρχ. 1. διάδοση κακών λόγων 2. μεμψιμοιρία, θρηνωδία 3. κακή φήμη, κακό όνομα …
47εκκόλυμβος — ἐκκόλυμβος, ο (Μ) φρ. «ἐκκόλυμβος κακῶν» αυτός που κολυμπά για να αποφύγει το κακό …
48εξ — (I) (AM ἐξ) πρόθ. 1. ο πλήρης τύπος τής πρόθ. εκ* ([εκς>εξ], όπως π.χ. εκ[ς] Κορίνθου > εκ Κορίνθου με αποβολή τού ς μεταξύ δύο συμφώνων) μπροστά από λέξεις που αρχίζουν από φωνήεν είτε «εν συντάξει» είτε «εν συνθέσει», από («εξ αγοράς»… …
49εξαγωγή — Αποστολή εμπορευμάτων ή πρώτων υλών έξω από τα τελωνειακά φυλάκια της παραγωγού χώρας. Η ε. συνδέεται συνήθως με μία πράξη αγοραπωλησίας και είναι προσωρινή, όταν τα εμπορεύματα στέλνονται στο εξωτερικό αποκλειστικά για βιομηχανική επεξεργασία… …
50εξαπαλλάσσω — ἐξαπαλλάσσω και ἐξαπαλλάττω (Α) απαλλάσσω από κάτι («ὑμᾱς ἐξαπαλλάξαι κακῶν», Ευρ.) …