(κακότητος
1κακότητος — κακότης badness fem gen sg …
2κακότητα — η (AM κακότης) [κακός] 1. κακός χαρακτήρας, κακία, έχθρα, μοχθηρία, πονηρία («τείσασθαι Ἀλέξανδρον κακότητος», Ομ. Ιλ.) 2. κακή πρόθεση («οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης», Ηρόδ.) μσν. αρχ. κακή κατάσταση, αθλιότητα («εὐναὶ δὲ παράτροποι… …
3νηστεύω — (ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) [νήστις] 1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός 2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες τού χρόνου που ορίζει η Εκκλησία 3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι… …
4τίνω — Α 1. πληρώνω κάτι που χρωστώ, καταβάλλω κάτι που οφείλω, απαλλάσσομαι από τις υποχρεώσεις μου ανταποδίδοντας κάτι («δασμὸν οὐ μικρὸν τίνει», Σοφ.) 2. ανταμείβω κάποιον για κάτι καλό που μού έχει κάνει, ανταποδίδω καλό για καλό («καὶ μὴν ὀφείλων γ …