(θύσανοι

  • 11σίλυβο — το / σίλυβον, ΝΑ, και σίλλυβον Α λόγια ονομασία αγκαθωτού φυτού, κν. γνωστού σήμερα ως γαϊδουράγκαθο αρχ. στον πληθ. τὰ σίλλυβα (κατά τον Ησύχ. και τον Πολυδ.) διακοσμημένες παρυφές ενδυμάτων ή άθροισμα ισομεγέθων νημάτων που δένονται μαζί σφιχτά …

    Dictionary of Greek

  • 12σκαφόποδα — Ομοταξία θαλάσσιων μαλάκιων, που περιλαμβάνει σήμερα 150 περίπου είδη συγκεντρωμένα σε δύο οικογένειας. Τα σ. ζουν μέσα σ’ ένα λείο όστρακο, που μοιάζει με μικρό χαυλιόδοντα, το ευρύτερο τμήμα του οποίου είναι στερεωμένο στο βυθό· από το λεπτό… …

    Dictionary of Greek

  • 13Θυσανόποδα — (thysanopoda). Αρθρόποδα καρκινοειδή θαλάσσια ζώα, που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν προσκολλημένα σε σκληρές επιφάνειες (βράχους, αποβάθρες, όστρακα κλπ.). Τα πόδια τους καταλήγουν σε νήματα που ονομάζονται θύσανοι, τα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 14θωρακικά — (thorαcicα). Τάξη θαλασσινών θυσανόποδων καρκινοειδών. Περιλαμβάνει ζώα που έχουν χάσει την ικανότητα να κολυμπούν και ζουν κολλημένα σε σκληρές επιφάνειες, πάνω σε βράχους, στις αποβάθρες, στα συντρίμμια ναυαγίων, στους εξωσκελετούς άλλων… …

    Dictionary of Greek