(θάκους μοχλοῖς

  • 1τριαινώ — όω, Α [τρίαινα] 1. σείω χτυπώντας με την τρίαινα 2. (γενικά) κινώ, σείω («θάκους... μοχλοῑς τριαίνου», Ευρ.) 3. φρ. «τριαινῶ τὴν γῆν δικέλλῃ» σκαλίζω τη γη με τη δικέλλα (Αριστοφ.) …

    Dictionary of Greek