(θυμός

  • 61ράθυμος — η, ο / ῥάθυμος, ον, ΝΜΑ, και ῥᾴθυμος, ον, Α ο απρόθυμος για εργασία, αυτός που δεν έχει καμία διάθεση για δράση, νωθρός, οκνηρός νεοελλ. αράθυμος αρχ. 1. επιπόλαιος 2. (για ύφος λόγου) ανώμαλος ή ακατάστατος 3. αυτός που γίνεται χωρίς ιδιαίτερη… …

    Dictionary of Greek

  • 62ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… …

    Dictionary of Greek

  • 63συνθυμώ — έω, Α 1. έχω την ίδια άποψη με κάποιον, ομοφρονώ 2. νιώθω τα ίδια συναισθήματα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμῶ (< θυμος < θυμός), πρβλ. ἐπι θυμῶ, κατα θυμῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 64τερψίθυμος — η, ο / τερψίθυμος, ον, ΝΜ, και τερψόθυμος, ον, Μ αυτός που τέρπει την ψυχή, ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερψι τού τέρπω*, σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. τέρψω, τέρψις) + θυμός (πρβλ. δηξί θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 65τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 66τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …

    Dictionary of Greek

  • 67χαλκεόθυμος — ον, ΜΑ αυτός που έχει χάλκινη ψυχή, σταθερό, ακλόνητο φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκεο (βλ. λ. χαλκ[ο] ) + θυμός «ψυχή, φρόνημα» (πρβλ. ἀγριό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 68ωμόθυμος — ον, Α αυτός που έχει σκληρή ψυχή, άσπλαγχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 69φούρκα — I (λ. λατ.) 1. διχαλωτός πάσσαλος. 2. ζεύγος δοκαριών σε σχήμα κεφαλαίου Τ ή σταυρού. 3. αγχόνη, κρεμάλα: Όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάνα (παροιμ.). 4. η θηλιά του σκοινιού που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό. 5. μτφ., θυμός… …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 70θύμω — θύμον Cretan thyme neut nom/voc/acc dual θύμον Cretan thyme neut gen sg (doric aeolic) θύμος Cretan thyme masc nom/voc/acc dual θύμος Cretan thyme masc gen sg (doric aeolic) θύ̱μω , θυμόω make angry pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) θύ̱μω ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)