(θυμός

  • 51ολβιόθυμος — ὀλβιόθυμος, ον (Α) αυτός που παρέχει χαρά στην ψυχή («ὀλβιόθυμος ζωή», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 52ολόθυμος — η, ο ολόψυχος, ένθερμος, εγκάρδιος. επίρρ... ολοθύμως (Α ὁλοθύμως) εγκαρδίως, πολύ πρόθυμα, με όλη την ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < oλ(o) * + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 53ομόθυμος — η, ο (Α ὁμόθυμος, ον) ομόγνωμος, ομόφρων νεοελλ. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη θέληση και τη γνώμη όλων. επίρρ... ομοθύμως και ομόθυμα (Α ὁμοθύμως) με ομοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + θυμός (πρβλ. κακό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 54οξύθυμος — η, ο (Α ὀξύθυμος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ευερέθιστος, αψίθυμος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Αρείου Πάγου) γρήγορος και αυστηρός τιμωρός 2. το ουδ. ως ουσ. τo ὀξυθυμον α) η ιδιότητα τού οξύθυμου, οξυθυμία, ευθιξία β) είδος τού φυτού θύμος.… …

    Dictionary of Greek

  • 55ουλόθυμος — οὐλόθυμος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που σκέπτεται ολέθρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (III) «ολέθριος» + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 56παραθυμία — ἡ, Μ η δυσθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θυμία (< θυμος < θυμός), πρβλ. δυσ θυμία] …

    Dictionary of Greek

  • 57πικρόθυμος — ον, Μ αυτός που έχει πικρή, εχθρική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + θυμός (πρβλ. μεγαλό θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 58πραΰθυμος — ον, Α πράος, ήμερος στην καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή τού επιθ. πρᾶος + θυμός (πρβλ. βαρύ θυμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 59προσθυμία — ἡ, Α ευπροσηγορία, προθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θυμία (< θυμος < θυμός), πρβλ. προ θυμία] …

    Dictionary of Greek

  • 60πρόθυμος — η, ο / πρόθυμος, ον, ΝΜΑ αυτός που δείχνει καλή διάθεση και ζήλο για μια ενέργεια, αυτός που έχει προθυμία να κάνει κάτι που τού ζητήθηκε ή που πρέπει (α. «είμαι πάντα πρόθυμη να σέ βοηθήσω» β. «οὐκ εἰμὶ πρόθυμος ἐξηγέεσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός …

    Dictionary of Greek