(θυμός
31ίημι — ἵημι (Α) 1. κινώ, βάζω κάτι σε κίνηση, κάνω κάτι να κινηθεί γρήγορα («ἧκα πόδας καὶ χεῑρε φέρεσθαι», Ομ. Οδ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει κάτω (α. «κὰδ δὲ κάρητος ἧκε κόμας» άφησε τα μαλλιά να κρέμονται από το κεφάλι, Ομ. Οδ.) 3. στέλνω, αποστέλλω 4.… …
32αμφιθυμία — η (Ψυχολ.) η συνύπαρξη δύο αντιθέτων συναισθημάτων, βουλήσεων, συλλογισμών, ορμών σε διάφορες ψυχοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < amphithymia, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αμφι * + θυμία < θυμος < αρχ. θυμός «ψυχή, πνεύμα»] …
33αρσενόθυμος — ἀρσενόθυμος, ον (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα, που σκέφτεται αντρίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + θυμος < θυμός (πρβλ. δακέθυμος, εχέθυμος)] …
34γλυκύθυμος — γλυκύθυμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ευχάριστη διάθεση 2. ευχάριστος («γλυκύθυμος ὕπνος, ἔρως»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκύς + θυμος < θυμός «ψυχική διάθεση»] …
35ενθύμιο — το (Α ως επίθ. ἐνθύμιος, ον) [θυμός] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ενθύμιο αντικείμενο που ανακαλεί κάτι στη μνήμη κάποιου, κάθε πράγμα που μάς υπενθυμίζει κάτι, ενθύμημα, θυμητάρι, θυμητικό («ενθύμιο φιλίας») μσν. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνθύμιος… …
36ηπιόθυμος — ἠπιόθυμος, ον (Α) ο πράος στη διάθεση, ο ήμερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + θυμoς (< θυμός), πρβλ. οξύ θυμος] …
37θυμάρι — (Τhymus). Γένος φρυγανικών αρωματικών φυτών της οικογένειας των χειλανθών. Είναι γνωστό με την επιστημονική ονομασία θύμος ο κεφαλωτός. Το θ. είναι χαρακτηριστικό της εύκρατης και κυρίως της μεσογειακής ζώνης. Περιλαμβάνει περίπου 120 είδη, 24… …
38θυμίδιον — θυμίδιον, τὸ (Α) υποκορ. τού θυμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμός + υποκορ. κατάλ. ίδιον, πρβλ. εγχειρ ίδıoν, χοιρ ίδιον] …
39θυμούμαι — (I) θυμοῡμαι (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώ. (II) και θυμάμαι και θυμιέμαι (Μ θυμοῡμαι) [θυμός] ενθυμούμαι …
40θυμώ — (I) θυμῶ, όω (ΑΜ) [θυμός] βλ. θυμώνω. (II) άω [θυμός] επαναφέρω στη μνήμη κάποιου, θυμίζω, υπενθυμίζω («σώπα και μη μού τή θυμάς», Κρυστ.) …