(ζωή
1Ζωῇ — Ζωή living fem dat sg (attic epic ionic) …
2ζωῇ — ζωή living fem dat sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem dat sg (attic epic ionic) …
3Ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4ζωή — living fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ζωός alive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ζῴη — ζωή living fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
6ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …
7ζωή — η 1. το να υπάρχει κάποιος: Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα (Σολωμός). 2. τρόπος ζωής: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή. – Ειδυλλιακή ζωή. – Η ζωή στην επαρχία είναι ανυπόφορη. 3. ύπαρξη οργανικών ουσιών, όντων: Δεν είναι βέβαιο αν υπάρχει ζωή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
8ζώῃ — ζώω gu̲ie pres subj mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres ind mp 2nd sg ζώω gu̲ie pres subj act 3rd sg …
9Ζώη μοῦ, σὰς ἀγαπῶ. — См. Ты жизнь моя! …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10σεξουαλική ζωή — Το σύνολο των βιολογικών, ψυχικών και κοινωνικών λειτουργιών, που αποτελούν τη βάση της σεξουαλικής επιθυμίας και τα μέσα για την ικανοποίηση των σεξουαλικών αναγκών, από το βιολογικό σκοπό της διαιώνισης του είδους. Το άτομο δηλαδή που επιδιώκει …