(εἰσοίκησις
1εισοίκησις — εἰσοίκησις, η (Α) τόπος για οίκηση, κατοικία …
2εἰσοίκησις — place for dwelling in fem nom sg …
3εἰσοικήσει — εἰσοίκησις place for dwelling in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσοικήσεϊ , εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (epic) εἰσοίκησις place for dwelling in fem dat sg (attic ionic) εἰσοικέω settle in aor subj act 3rd sg (epic) εἰσοικέω… …
4εἰσοίκησιν — εἰσοίκησις place for dwelling in fem acc sg …
5άοικος — η, ο (AM ἄοικος, ον) 1. αυτός που δεν έχει σπίτι ή οικογένεια μσν. νεοελλ. ο ακατοίκητος νεοελλ. άφαντος («έγινε άοικος» εξαφανίστηκε) αρχ. ακατάλληλος για να κατοικήσει κανείς («ἄοικος εἰσοίκησις» κατοικία που δεν είναι κατοικία, άθλια, τρώγλη… …