(εἰσβάσεις
1εἰσβάσεις — εἴσβασις an entrance fem nom/voc pl (attic epic) εἴσβασις an entrance fem nom/acc pl (attic) εἰσβά̱σεις , εἰσβαίνω go on board aor subj act 2nd sg (epic doric) …
2είσβασις — εἴσβασις, η (Α) 1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι») 2. επιβίβαση 3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής …