(δόμον

  • 21μελαντειχής — μελαντειχής, ές (Α) αυτός που έχει μαύρα τείχη («μελαντειχέα νῡν δόμον Φερσεφόνας ἔλυθα», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + τειχής (< τεῖχος), πρβλ. αμφι τειχής, χαλκο τειχής] …

    Dictionary of Greek

  • 22οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… …

    Dictionary of Greek

  • 23πήλειος — εία, ον και πηλήϊος, ηΐη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πηλέα («δόμον Πηλήϊον εἴσπω», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, εος / ῆος + επίθημα ιος (πρβλ. Ηράκλειος)] …

    Dictionary of Greek

  • 24πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …

    Dictionary of Greek

  • 25προξενία — η, ΝΑ, και θεσσ. τ. προξεννία, Α [πρόξενος] η αντιπροσώπευση όσων ξένων βρίσκονταν εγκατεστημένοι σε μια κοινότητα τής αρχαίας Ελλάδας μέσω ντόπιων κατοίκων, τών προξένων αρχ. 1. το Δίκαιο τής φιλοξενίας, το να δέχεται κανείς τους ξένους με… …

    Dictionary of Greek

  • 26στείβω — ΝΜΑ και στύβω και στίβω Ν (γενικά) πιέζω κάτι νεοελλ. 1. συμπιέζω κάτι, συνθλίβω κάτι για να βγει το υγρό που περιέχει («στείβω τα πορτοκάλια») 2. (αμτβ.) (για πηγή ή ποταμό) στερεύω, ξηραίνομαι 3.φρ. α) «στείβω το μυαλό μου» μτφ. κουράζω τη… …

    Dictionary of Greek

  • 27τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 28de-, do- —     de , do     English meaning: a demonstrative stem     Deutsche Übersetzung: Demonstrativstamm, partly ich deiktisch; Grundlage verschiedener Partikeln     Material: Av. vaēsmǝn da “ up there to the house “; Gk. δε in ὅ δε, ἥ δε, τό δε “ that… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary