(δόμον

  • 11έργω — ἔργω και ἐέργω (Α) 1. εμποδίζω, εγκλείω, περικλείω («Ἀθηναῑοι... εἶργον τοῑς ὁπλίταις», Θουκ.) 2. κλείνω στη φυλακή («τοὺς Πέρσας ἔρξε ὡς κατασκόπους δῆθεν ἐόντας», Ηρόδ.) 3. κλείνω σε περιφραγμένο χώρο, περικλείω («χρύσειαι δὲ θύραι πυκινόν… …

    Dictionary of Greek

  • 12αμφιπολεύω — ἀμφιπολεύω (Α) [ἀμφίπολος] (επικ. ρ. συνήθως στον ενεστ.) 1. υπηρετώ κάποιον ή κάτι ως δούλος, περιποιούμαι, φροντίζω 2. (για ιερείς και ιέρειες) υπηρετώ, διακονεύω 3. διασχίζω (οὐρανόν, δόμον) …

    Dictionary of Greek

  • 13αυτόχθονος — αὐτόχθονος, ον (AM) [χθων, ονός] μσν. ο αυτόχθονας αρχ. φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του …

    Dictionary of Greek

  • 14δεξίμηλος — δεξίμηλος, ον (Α) αυτός που δέχεται ως θυσία πρόβατα, ο πλούσιος σε θυσίες («λεῑπε δεξίμηλον δόμον τῆς ποντίας Θεοῡ», Ευρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + μηλος < μήλον «πρόβατο» (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 15ευρώεις — εὐρώεις εσσα, εν (Α) 1. μουχλιασμένος 2. υγρός και σκοτεινός (α. «εἰς Ἀίδεω δόμον εὐρώεντα» στο σκοτεινό παλάτι τού Άδη, Ομ. Οδ. β. «τάφον εὐρώεντα» υγρό και σκοτεινό τάφο, Σοφ.) 3. ευρώδης, ευρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρώς «μούχλα». Αργότερα η λέξη… …

    Dictionary of Greek

  • 16κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 17κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… …

    Dictionary of Greek

  • 18κρυερός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κρυερός, ά, όν) νεοελλ. μσν. λίγο ψυχρός, δροσερός, όχι πολύ θερμός (μσν αρχ.) (κυριολ. μτφ.) ψυχρός, παγερός (α. «κρυερὸς νέκυς», Σιμων. β. «δόμον κρυεροῡ Ἀΐδαο», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρύος (ΙΙ) + κατάλ. ερός (πρβλ. γλυκ… …

    Dictionary of Greek

  • 19λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην …

    Dictionary of Greek

  • 20λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… …

    Dictionary of Greek