(δένδρον βόθρου
1εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… …