(δένδρα
1δένδρα — δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) δένδρᾱ , δένδρον tree neut nom/acc pl (doric aeolic) δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …
2Δένδρα — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 81 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, 89 χλμ. ΒΑ της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύμης. Έως το 1954… …
3δενδρά — δενδράς wooded fem voc sg …
4Καλά Δένδρα — Sp Kalà Dendrà Ap Καλά Δένδρα/Kala Dendra L Š Graikija …
5Καλά Δένδρα — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 25 μ., 1.356 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 12 χλμ. Δ της πόλης των Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκώνα …
6δένδρ' — δένδρα , δένδρον tree neut nom/voc/acc pl …
7δενδροκοπώ — (AM δενδροκοπῶ, έω) [δενδροκόπος] κόβω δένδρα αρχ. 1. κόβω, καταστρέφω οπωροφόρα δένδρα και αμπέλια 2. φρ. «δενδροκοπέω χώραν» ερημώνω μια περιοχή κατακόβοντας τα δένδρα της …
8δεντρικός — ή, ό (AM δενδρικός, ή, όν Α και δενδριακός, ή, όν) όποιος ανήκει στα δένδρα ή προέρχεται απ αυτά νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεντρικά τα δένδρα αρχ. γεμάτος δένδρα …
9δεντρώνω — (AM δενδρῶ, όω) 1. μεταβάλλω, μεταμορφώνω κάποιον σε δένδρο («κι ο μάγος δέντρωσε την κόρη») 2. (για φυτό) μεγαλώνω και γίνομαι δένδρο («βλαστήσασα καὶ δενδρωθεῑσα») νεοελλ. 1. φυτεύω δένδρα σε μια περιοχή 2. (για τόπο) είμαι γεμάτος δένδρα… …
10σύνδενδρος — η, ο / σύνδενδρος, ον, ΝΑ (για τόπο) γεμάτος δένδρα, κατάφυτος από δένδρα («σύνδενδρος ὕλη», Βάβρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδενδρον Ν τόπος κατάφυτος από δένδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά δενδρος] …