(δάσασθαί τι
1δάσασθαι — δατέομαι divide among themselves aor inf mid …
2άδαστος — ἄδαστος, ον (Α) αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e pi da to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)] …
3dā : dǝ- and dāi- : dǝi- : dī̆- — dā : dǝ and dāi : dǝi : dī̆ English meaning: to share, divide Deutsche Übersetzung: “teilen, zerschneiden, zerreißen” Grammatical information: originally athemat. Wurzelpräsens. Material: O.Ind. dü ti, dyáti “clips, cuts,… …