(δωρικόν

  • 1Δωρικόν — Δωρικός masc acc sg Δωρικός neut nom/voc/acc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2δωρικός — ή, ό (AM δωρικός, ή, όν Α και δωριακός, ή, όν) 1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῡν τε καὶ δωρικόν») 2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·|| νεοελλ. φρ. 1. «δωρικός κίων,… …

    Dictionary of Greek

  • 3μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… …

    Dictionary of Greek