(δραμεῖν)
1δραμεῖν — τρέχω run aor inf act (attic epic doric) …
2επιδρομή — η (AM ἐπιδρομή) 1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων») 2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)» αρχ. 1. κίνηση προς τα εμπρός 2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή… …
3Dromedary — For the world music group, see Dromedary (band). Life Dromedary camel Conservation status Domesticated …
4BOEDROMIA — nomen habent ἀπὸ τȏυ Βοηδρομεῖν, quod, testibus Hesychiô et Suidâ, est μετὰ ςπουδῆς παραγίνεςθαι, aut potius, sublatô clamore, ut in pugna fieri solet, succurrere. Festi causam Atheniensibus dedit Ion, qui illis auxilio venit, cum ab Eumolpo… …
5THESEUS — I. THESEUS Historicus Illustrium virorum vitas consignavit libris 5. suid. in Lex. Stob. de Fortitud. Item Corinthiacorum libros 3. Suidas et Etymologus. Etiam Thesei escriptis nattartiunculam adfert Stobaeus, Serm. de Fortit. II. THESEUS Iunior …
6αείδρομος — ἀείδρομος, ον (Α) (για τα αστέρια) αυτός που κινείται συνεχώς, ο αεικίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] …
7αελλοδρόμας — ἀελλοδρόμας, ο (Α) αυτός που τρέχει γρήγορα σαν τη θύελλα, θυελλώδης, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρ. θέω, τρέχω] …
8αεροδρόμος — ο (AM ἀεροδρόμος, ον) όποιος διατρέχει, διασχίζει τον αέρα (ειδικότερα στα νεοελλ.) αυτός που διασχίζει τον αέρα με αεροσκάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + δρόμος < δραμεῖν, απρμφ. αόρ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω. ΠΑΡ. αρχ. ἀεροδρομῶ νεοελλ.… …
9αετόδρομος — η, ο (Μ ἀετόδρομος, ον) αυτός που πετά, που ορμά σαν αετός λέγεται συνήθως με τη σημ. «ορμητικός, ανδρείος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀετός + δρομος < δραμεῖν απρμφ. αορ. β τών ρημάτων θέω, τρέχω] …
10διδράσκω — (Α) δραπετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τύποι διδράσκω, δρόμος, άδραστος, δραπέτης απαρτίζουν ενδιαφέρουσα ομάδα λέξεων που ανάγονται πιθ. σε αρχική IΕ ρίζα *der «τρέχω». Υποστηρίζεται ότι η μηδενισμένη μορφή τής ρίζας (παρεκτεταμένη με e∂2 : *dr e∂2 >)… …