(δραμεῖν)

  • 21σωλίγξαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «δραμεῑν» …

    Dictionary of Greek

  • 22τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …

    Dictionary of Greek

  • 23υπεκδρομώ — έω, Α ὑπεκτρέχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού ρ. ὑπεκτρέχω, σχηματισμένος από θ. υπεκδρομ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού αορ. β ὑπ εξ έ δραμ ον (πρβλ. δρόμος: δραμεῖν, απρμφ. αορ. β τού ρ. τρέχω)] …

    Dictionary of Greek