(δούρατα
1δούρατα — δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) …
2δούραθ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …
3δούρατ' — δούρατα , δόρυ stem neut nom/voc/acc pl (epic) δούρατι , δόρυ stem neut dat sg (epic) δούρατε , δόρυ stem neut nom/voc/acc dual (epic) …
4δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… …
5Dory (Waffe) — Angaben …
6κισσοποίητος — κισσοποίητος, αττ. τ. κιττοποίητος, ον (Α) κατασκευασμένος από ξύλο κισσού («δούρατα κιττοποίητα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + ποίητος (< ποιῶ)] …