(διώρυχας

  • 1διώρυχας — διώρῡχας , διορύσσω dig through perf ind act 2nd sg διώ̱ρυχας , διῶρυξ trench fem acc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2υποδεικνύω — ὑποδεικνύω ΝΜΑ, και υποδείχνω Ν, και ὑποδείκνυμι ΜΑ [δείκνυμι / δεικνύω / δείχνω] δείχνω έμμεσα, διδάσκω με υποδείξεις ή υπαινιγμούς (α. «ποιος τού υπέδειξε να ακολουθήσει αυτή την τακτική;» β. «τίς ὑπέδειξεν ἡμῑν φυγεῑν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς» …

    Dictionary of Greek