(διὸς

  • 81οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …

    Dictionary of Greek

  • 82παγκρατής — παγκρατής, ές (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού Διός, τής Ήρας, τού Απόλλωνος, τής Αθηνάς αλλά και για πρόσ. ή για τη μοίρα ή για πράγματα) παντοδύναμος, πανίσχυρος 2. φρ. «παγκρατεῑς ἕδραι» ο παντοδύναμος βασιλικός θρόνος τού Διός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * …

    Dictionary of Greek

  • 83πανδώρα — I Δίτομο μουσικό βιβλίο, που περιέχει τραγούδια τονισμένα με βυζαντινή παρασημαντική. Στον πρώτο τόμο περιέχονται βυζαντινά δημοτικά τραγούδια και στον δεύτερο αραβοπερσικά. Τα τραγούδια αυτά μεταφέρθηκαν από την αρχαία παρασημαντική στη νεότερη… …

    Dictionary of Greek

  • 84πυθαϊστής — και πυθιαστής, ὁ, Α 1. μέλος τής πυθαΐδος 2. στον πληθ. oἱ πυθαϊσταί ή πυθιασταί ιερείς τού βωμού τού Αστραπαίου Διός στην Αθήνα οι οποίοι, όταν έβλεπαν αστραπή προς την κατεύθυνση τής κώμης τής Αττικής Άρμα Διός, ειδοποιούσαν τους Αθηναίους, οι… …

    Dictionary of Greek

  • 85στήσιος — ὁ, Α [ἵστημί] προσωνυμία τού Διός («ἐκάλει τὴν σύγκλητον εἰς τὸ τοῡ Στησίου Διὸς ἱερόν, ὃν Στάτορα Ῥωμαῑοι καλοῡσιν», Πλούτ.) …

    Dictionary of Greek

  • 86συκάσιος — ον, ΜΑ [σῡκον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα σύκα 2. φρ. «Ζεὺς συκάσιος» προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού καθαρμού, γενικά, επειδή χρησιμοποιούσαν σύκα στους καθαρμούς, ή, κατ άλλους, προσωνυμία τού Διός ως προστάτη εκείνων που… …

    Dictionary of Greek

  • 87σύλλεκτρος — ον και ως ουσ. σύλλεκτρος, ό, ἡ, ΜΑ σύνευνος, σύζυγος αρχ. φρ. «ὁ Διὸς σύλλεκτρος» α) προσωνυμία τού Αμφιτρύωνος επειδή κοιμήθηκε στο συζυγικό κρεβάτι τής Αλκμήνης και τού Διός β) προσωνυμία τού Ιξίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λεκτρος (<… …

    Dictionary of Greek

  • 88τρίτος — η, ο / τρίτος, η, ον, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τέρτος, θηλ. τέρτα και τερτία, Α 1. αυτός που κατέχει τη θέση μετά τον δεύτερο, ο τελευταίος από τους τρεις 2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) τρίτο(ν) (μετά το πρώτο[ν] και το δεύτερο[ν]) κατά τρίτο λόγο, σε τρίτη …

    Dictionary of Greek

  • 89τριτογένεια — Επίθετο που έδιναν οι αρχαίοι Έλληνες στη θεά Αθηνά, γιατί τη θεωρούσαν κόρη της Τριτωνίδας λίμνης. Κατά την παράδοση, η Αθηνά ήταν προστάτιδα των νερών, και γι’ αυτό τον λόγο βρισκόταν σε διαρκή διαμάχη με τον Ποσειδώνα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση …

    Dictionary of Greek

  • 90φάτνιος — ὁ, Α προσωνυμία τού Διός στην Λαοδικεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάτνη. Πρόκειται για προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τού στάβλου, τής φάτνης τών ζώων] …

    Dictionary of Greek