(διὸς

  • 71κηδεστής — ο (Α κηδεστής, οῡ, δωρ. τ. καδεστάς) συγγενής εξ επιγαμίας, εξ αγχιστείας, πλάγιος συγγενής, όχι εξ αίματος αρχ. (ειδικότερα) 1. γαμπρός, σύζυγος τής θυγατέρας ή τής αδελφής («ἐπεθύμησε Διός γενέσθαι κηδεστής» θέλησε [ο Πάρις] να γίνει γαμπρός… …

    Dictionary of Greek

  • 72κλάριος — κλάριος, ὁ (Α) [κλάρος] (δωρ. τ. τού κλήριος*) 1. αυτός που διανέμει με κλήρο 2. ως κύριο όν. ὁ Κλάριος προσωνυμία τού Διός και τού Απόλλωνος (α. «τὸ δὲ χωρίον καλεῑται... Διὸς Κλαρίου», Παυσ.) β. «ὤπολλον, πολλοί σε Βοηδρόμιον καλέουσι, πολλοὶ… …

    Dictionary of Greek

  • 73κόνιος — κόνιος, ία, ον (Α) [κόνις] 1. γεμάτος σκόνη, κονιορτώδης* 2. (ως επίθ. τού Διός) Κόνιος αυτός που σηκώνει κονιορτό («Διὸς Κονίου ναός», Παυσ.) …

    Dictionary of Greek

  • 74κύβος — (Γεωμ.). Ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του οποίου οι δώδεκα ακμές είναι ίσες. Ο κ. είναι κανονικό εξάεδρο, οι έδρες του αποτελούν τετράγωνα ίσα μεταξύ τους και οι οκτώ στερεές του γωνίες είναι τρισορθογώνιες. Αν α είναι το μήκος μιας ακμής του, τότε… …

    Dictionary of Greek

  • 75κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …

    Dictionary of Greek

  • 76λαφύστιος — λαφύστιος, ία, ον (Α) 1. λαίμαργος, αδηφάγος 2. αυτός που κατασπαράχθηκε 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Λαφύστιος α) προσωνυμία τού Διός στους Μινύες τού Ορχομενού β) προσωνυμία τού Διονύσου στη Βοιωτία 4. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. οπαδός τού Διονύσου… …

    Dictionary of Greek

  • 77λοχεύω — (Α) [λόχος] 1. τίκτω, γεννώ («Νύμφη ἐλόχευσε Διὸς παῑδα»,Ύμν. Ερμ.) 2. (για πατέρα) αποκτώ τέκνο 3. (για γυναίκα κυοφορώ, είμαι έγκυος 4. (για μαία) βοηθώ την επίτοκο να γεννήσει, ξεγεννώ («ποῡ; τίς λοχεύει σ ; ἢ μόνη μοχθεῑς τάδε;» Ευρ.) 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 78μάτην — (ΑM μάτην, Α δωρ. τ. μάταν) επίρρ. 1. μάταια, άσκοπα, ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα (α. «ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν», Πίνδ. β. «τὰ μηδὲν ὠφελοῡντα μὴ πόνει μάτην», Αισχύλ.) 2. φρ. «εις μάτην» ή «επί μάτην» μάταια, άδικα, ανώφελα, τού κάκου αρχ. 1 …

    Dictionary of Greek

  • 79μηλώσιος — μηλώσιος, ὁ (Α) προσωνυμία τού Διός ως προστάτη τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «δέρμα προβάτου» (με συριστικοποίηση τού τ πριν από ι ), προσωνυμία τού Διός, που φορούσε προβιά] …

    Dictionary of Greek

  • 80νέμειος — νέμειος, εία, ον, ποιητ. τ. νεμειαῑος και νεμεαῑος, αία, ον) [Νεμέα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Νεμέα ή βρίσκεται στην περιοχή τής Νεμέας ή προέρχεται από τη Νεμέα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Νέμειος προσωνυμία τού Διός 3. (το ουδ. ως… …

    Dictionary of Greek