(δικός) σου

  • 1δικός — και ιδικός και εδικός, ή και ιά, ό (AM ιδικός, ή, όν) ισοδυναμεί με κτητική αντωνυμία 1. συγγενής, οικείος, στενός φίλος 2. (με τις προσωπ. αντων. μου, σου, του ή της, μας, σας, τους) (για πρόσ.) συγγενής ή στενός φίλος, συνεργάτης κ.λπ. 3. (με… …

    Dictionary of Greek

  • 2δικός — ή, ό 1. συγγενής ή φίλος: Είμαστε πολύ δικές με την Ελένη. 2. μαζί με τις προσωπικές αντωνυμίες μου, σου, του, μας, σας, τους, μετατρέπεται σε κτητική αντωνυμία: Αυτό το γραφείο είναι δικό μου …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] …

    Dictionary of Greek

  • 4σφέτερος — έρα, ον, Α (κτητ. αντων.) 1. (γ πληθ. πρόσ.) δικός τους («φρόνεον δὲ μάλιστα ἄστυ ποτὶ σφέτερον ἐρύειν», Ομ. Ιλ.) 2. (γ εν. πρόσ.) δικός του («ἠστόχει δὲ τῆς σφετέρας προαιρέσεως», Πολ.) 3. (β πληθ. πρόσ.) δικός σας 4. (β εν. πρόσ.) δικός σου 5.… …

    Dictionary of Greek

  • 5σφός — σφή, σφόν, ΜΑ (κτητ. αντων.) (πάντοτε για πολλούς κτήτορες) δικός τους, δική τους, δικό τους αρχ. 1. (σπαν. σε ποιητές μτγν. τού Ομ.) δικός τους, δικός της 2. δικός σου, σός* 3. δικός μου, εμός 4. εσάς τών δύο, δικός σας, σφωΐτερος*. [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek

  • 6σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… …

    Dictionary of Greek

  • 7σφωΐτερος — (I) τέρα, ον, Α 1. (κτητ. αντωνυμ. επίθ. τού σφῶϊ, αντων. β προσ. δυϊκ. αριθ.) εσάς τών δύο, ο δικός σας («σφωΐτερον... ἔπος», Ομ. Ιλ.) 2. (και για το β εν. πρόσ.) ο δικός σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφω/σφῶϊ «εσείς οι δύο» + κατάλ. τερος (πρβλ. ἡμέ… …

    Dictionary of Greek

  • 8Роккос, Стелиос — Стелиос Роккос Основная информация Дата рожден …

    Википедия

  • 9ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …

    Dictionary of Greek

  • 10σφεός — ή, όν, δωρ. τ. θηλ. σφεά Α (κτητ. αντων.) 1. δικός τους 2. δικός σου 3. δικός του. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σφεῖς] …

    Dictionary of Greek