(δημόσιος
1δημόσιος — belonging to the people masc nom sg …
2δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… …
3δημόσιος λειτουργός — Κάθε πρόσωπο που συνεργάζεται συστηματικά για τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών, είτε είναι δημόσιος υπάλληλος είτε όχι, όπως, για παράδειγμα, οι στρατιώτες, οι ένορκοι, οι δικηγόροι, οι ιδιώτες μέλη επιτροπών, συμβουλίων, εθελοντές ή τιμητικά …
4δημόσιος υπάλληλος — Βλ. λ. δημόσιος λειτουργός …
5δημόσιος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κράτος, στο λαό, ο κοινός: Στην Ελλάδα, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι μόνιμοι. 2. το ουδ. ως ουσ., δημόσιο το κράτος, η πολιτεία: Τα χρήματα από τη φορολογία των πολιτών αποδίδονται στο δημόσιο. 3. το θηλ.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6δημοσιώτερον — δημόσιος belonging to the people adverbial comp δημόσιος belonging to the people masc acc comp sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc comp sg …
7συμβολαιογράφος — Δημόσιος υπάλληλος επιφορτισμένος με τη σύνταξη, τη διαφύλαξη ή την έκδοση δύο κατηγοριών εγγράφων: α’, όλων των ιδιωτικών εγγράφων στα οποία οι ενδιαφερόμενοι θέλουν να προσδώσουν ιδιαίτερο κύρος, δίνοντας σχετική εντολή διατύπωσης τους από τον… …
8δημοσιώτατα — δημόσιος belonging to the people adverbial superl δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl pl …
9δημοσιώτατον — δημόσιος belonging to the people masc acc superl sg δημόσιος belonging to the people neut nom/voc/acc superl sg …
10δημοσίω — δημόσιος belonging to the people masc/neut nom/voc/acc dual δημόσιος belonging to the people masc/neut gen sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δημοσιόω confiscate imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …