(δεῖπνον

  • 121σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 122συναγώγιμος — ον, Α αυτός που προέρχεται από συναγωγή («συναγώγιμον δεῑπνον» δείπνο που γίνεται με έρανο, Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συναγωγή + κατάλ. ιμος (πρβλ. παραγώγ ιμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 123συσκευάζω — ΝΜΑ [σκευάζω] νεοελλ. 1. τακτοποιώ διάφορα αντικείμενα σε κιβώτια ή δέματα για μεταφορά, αμπαλάρω 2. κάνω τη συσκευασία τυποποιημένου προϊόντος 3. παρασκευάζω φαρμακευτικό μίγμα μσν. αρχ. 1. τοποθετώ μαζί και ετοιμάζω διάφορα πράγματα («ἵππους… …

    Dictionary of Greek

  • 124σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 125σύνδειπνος — η, ο / σύνδειπνος, ον, ΝΜΑ, και σύδειπνος, η, ο, Ν αυτός που παρακάθεται σε δείπνο μαζί με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) Σύνδειπνοι τίτλος σατυρικού δράματος τού Σοφοκλέους 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι… …

    Dictionary of Greek

  • 126τεύχω — Α 1. παράγω με τεχνική εργασία, ιδίως σχετικά με υλικά πράγματα («ἔστη σκῆπτρον ἔχων τὸ μὲν Ἥφαιστος κάμε τεύχων», Ομ. Ιλ.) 2. οικοδομώ, κτίζω («βωμὸς δ ἐφύπερθε τέτυκτο», Ομ. Οδ.) 3. (ενεργ. και μέσ.) παρασκευάζω, ετοιμάζω (α. «εἴπω δὲ γυναιξὶν… …

    Dictionary of Greek

  • 127τυκτά — Α (κατά τον Ηρόδ.) «τέλειον δεῑπνον βασιλήϊον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσ. προέλευσης] …

    Dictionary of Greek

  • 128υποδειπνώ — έω, Α συμμετέχω σε δείπνο αντικαθιστώντας κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δειπνῶ (< δεῖπνον)] …

    Dictionary of Greek