(δεῖπνον
111παραδειπνίζω — Α προτρέπω κάποιον να δειπνήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δειπνίζω (< δεῖπνον)] …
112παραδειπνούμαι — έομαι, Α στερούμαι τού δείπνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * δειπνῶ (< δείπνον)] …
113παροινία — ἡ, ΜΑ [πάροινος] 1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά τού μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῑπνον οὐ ποιεῑ παροινίαν», Αισχίν.) 2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου …
114περίπατος — ο, ΝΜΑ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού περπατώ, βάδισμα για αναψυχή («μετὰ δὲ τὸ δεῑπνον ἔτυχον ἐν περιπάτῳ ὄντες», Ξεν.) 2. (κατ επέκτ.) τόπος ή χώρος όπου περπατούν οι άνθρωποι για προσωπική τους ευχαρίστηση 3. η φιλοσοφική σχολή τού… …
115περιάγω — ΝΜΑ οδηγώ κάποιον ή κάτι γύρω, περιφέρω (α. «ἄγγελος... στολήν σε... ἠμφίασε καὶ ὡς νύμφην περιήγαγε», Μηναί. β. «τὸ δὲ ἱππικὸν εἰς τὸ Μαιάνδρου πεδίον περιήγαγε», Ξεν.) νεοελλ. κάνω κάποιον να έλθει σε δύσκολη κατάσταση («η χαρτοπαιξία τόν… …
116πολύοψος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.) 2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ οψος] …
117προετοιμάζω — ΝΜΑ 1. ετοιμάζω κάτι από πριν, προπαρασκευάζω (α. «...προετοίμασαν το πραξικόπημα λεπτομερώς» β. «τὸ ἡμῑν αὐτοῑς τὴν ἀσφάλειαν προετοιμάσαι», Ιωάνν. Κατακ.) 2. προπαρασκευάζω, προδιαθέτω κάποιον για κάτι (α. «τόν προετοίμασα για να αντιμετωπίσει… …
118πρυτανεύω — ΝΑ, και αττ. τ. προτανεύω και φωκ. τ. βρυτανεύω Α (στην αρχ. Αθήνα) (για φυλή ή για πρόσ.) ασκώ το αξίωμα τού πρυτάνεως (α. «Ἀκαμαντὶς πρυτάνευε», Θουκ. β. «πρυτανεύσας τὴν πρώτην πρυτανείαν», Αντιφ.) νεοελλ. 1. είμαι πρύτανης πανεπιστημίου ή… …
119πυρίδειπνος — ον, Α πυρίδαπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + δεῖπνον] …
120σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] …